θυοσκοπία

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυοσκοπία Medium diacritics: θυοσκοπία Low diacritics: θυοσκοπία Capitals: ΘΥΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: thyoskopía Transliteration B: thyoskopia Transliteration C: thyoskopia Beta Code: quoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, = haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.

Greek Monolingual

θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῦσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.