θωρακοτομία

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. χειρουργική τομή ή διάνοιξη του θωρακικού τοιχώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracotomie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -tomie (πρβλ. -τομία < -τόμος < τέμνω)].