Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιάζω

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

Greek Monolingual

(I)
ἰάζω (Α) ίον
έχω χρώμα ίου, μενεξέ.
(II)
ἰάζω (Α) [[ιός (ΙV)]
(για τη χολή) είμαι πράσινος.
(III)
ἰάζω (Μ) [ιά (I)]
κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω.
(IV)
ἰάζω (Α) [ιάς]]
ιωνίζω.