ίον

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴον)
ο μενεξές, η βιολέτα («λειμῶνες μαλακοὶ ἴου», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. το κρίνο
2. κάθε άνθος
3. διακοσμητικός λίθος με σκοτεινό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τόσο η γλώσσα του Ησυχίου γία
ἄνθη όσο και η μετρική δομή της λ. οδηγούν σε αρχικό τ. Fίον, που συνδέεται με το λατ. viola. Η λ. και στις δύο γλώσσες αποτελεί πιθ. δάνειο μεσογειακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. ιόεις
νεοελλ.
ιονίδιο.
ΣΥΝΘ. ιοβαφής, ιοειδής (Ι), ιοστέφανος
αρχ.
ιοβάπτης, ιοβλέφαρος, ιοβόστρυχος, ιόγληνος, ιοδερκής, ιόδετος, ιοδνεφής, ιόζωνος, ιοθαλής, ιόκολπος, ιοπάρειος, ιόπεπλος, ιοσάκχαρ, ιόστεπτος
μσν.
ιοβάφινος, ιοζούλαπον
νεοελλ.
ιοστεφής].