ιδικός
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
-ή, -ό (ΑΜ ἰδικός, -ή, -όν)
δικός, αυτός που ανήκει σε κάποιον.
επίρρ...
ἰδικῶς (Α)
ξεχωριστά, ιδιαιτέρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την κοινή σημ. «δικός» < ίδιος + -(ι)κος
από το επίθ. ιδικός προέρχεται ο νεοελλ. τ. δικός].