ιδιοτροπία
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
η (Α ἰδιοτροπία) ιδιότροπος
1. η ιδιότητα του ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία
2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα
αρχ.
1. ιδιαίτερος τρόπος
2. ιδιοσυγκρασία.