ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
-ή, -ό (Α ἱδρωτικός, -ή, -όν) ιδρώς
αυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα»)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση.
επίρρ...
ἱδρωτικῶς (Α)
με έκκριση ιδρώτα.