μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ἱεροθαλλής, -ές (Α)αυτός του οποίου η βλάστηση έχει ιερή προέλευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θαλλής (< θάλλω), πρβλ. αθαλλής, αειθαλλής].