ιζηματογένεση

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η
γεωλ. διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε κατάσταση αιώρησης ή διάλυσης μέσα σε ένα ρευστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentation < sediment «ίζημα» < λατ. sedimentum «καθίζηση» < λατ. sedeo «κάθομαι»].