ιματιοκλέπτης

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ἱματιοκλέπτης, ὁ (Α)
αυτός που κλέβει ιμάτια.