τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing
ἰξοβόλος, -ον (Α)1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλοςο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκοβόλος, ιοβόλος.