μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)θήκη βελών, φαρέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόκη, αυλοδόκη].