ιριδικός

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ίριδα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ίριδα.