ισοδαίμων Search Google

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ἰσοδαίμων, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεοςἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)
2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχηἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δαίμων.