ιστοθετικός
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ιστοθέτηση
ναυτ. αυτός που χρησιμοποιείται στην ιστοθέτηση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιστοθετικά
όλα τα μηχανικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την ιστοθέτηση.