ισχιάζω

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60

Greek Monolingual

ἰσχιάζω (ΑΜ) ισχίον
1. περπατώ κουνώντας υπερβολικά τους γοφούς, κουνιέμαι
2. (παθ. για επίδεσμο) ἰσχιάζομαι
χωρίζομαι, όπως τα ισχία το ένα από το άλλο.