ισχιαλγικός
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιαλγικός, -ή, -όν) ισχιαλγία
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος»).