ισχυρόστομος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
ἰσχυρόστομος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, θρασύστομος].