βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
ἰσόδενδρος, -ον (Α)1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό του δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.)2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δἐνδρον].