ισόδενδρος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ἰσόδενδρος, -ον (Α)
1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό του δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.)
2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δἐνδρον].