ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ἰσόθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρόθυμος, μικρόθυμος].