τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
ἰσόπαχυς, -υ (Α)ἰσοπαχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- +-παχυς (< παχύς), πρβλ. νευρόπαχυς, χρυσόπαχυς].