ἰσοπαχής

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπᾰχής Medium diacritics: ἰσοπαχής Low diacritics: ισοπαχής Capitals: ΙΣΟΠΑΧΗΣ
Transliteration A: isopachḗs Transliteration B: isopachēs Transliteration C: isopachis Beta Code: i)sopaxh/s

English (LSJ)

ἰσοπαχές, of equal or even thickness or density, Arist.HA527a7, Thphr. HP 3.5.6, Dsc.5.90, Gal.10.431, Nicom.Harm.6:—late nom. sg. ἰσόπαχυς Herod.Med. ap. Orib.8.4.3 codd. ἰσοπεδής, ές, = ἰσόπεδος, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1265] ές, gleich dick, Arist. H. A. 4, 2 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοπᾰχής: равный по толщине Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπᾰχής: -ές, ἴσος τὸ πάχος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 23, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 6.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοπαχής, -ές)
ίσος κατά το πάχος ή την πυκνότητα με άλλον
(νεολλ.) φρ. (μετεωρ.) «ισοπαχείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε μετεωρολογικό χάρτη που συνδέουν όλους τους τόπους πάνω από τους οποίους το πάχος ενός στρώματος της ατμόσφαιρας που περιέχεται ανάμεσα σε δύο δεδομένες ισοβαρείς επιφάνειες είναι το ίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παχής (< πάχος), πρβλ. ακροπαχής, ετεροπαχής].