ισόφωνος

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος, υψίφωνος].