ισόφωνος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος, υψίφωνος].