οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
-η, -οαυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος, υψίφωνος].