ιτάω

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση του ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. -τάω (πρβλ. οπ-τάω, -ώ)].