αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) ιύζω1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής.