ιυκτής

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) ιύζω
1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει
2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής.