ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].