ιωνίς
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
ἰωνίς, -ίδος, ἡ (Α) Ίωνες
1. (θηλ. του ιώνιος) α) ιωνική
β) (ως εθν.) Ιωνίς
η κάτοικος της Ιωνίας ή η γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία
2. υδρόβιο πτηνό.