Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
ἰωνίς, -ίδος, ἡ (Α) Ίωνες
1. (θηλ. του ιώνιος) α) ιωνική
β) (ως εθν.) Ιωνίς
η κάτοικος της Ιωνίας ή η γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία
2. υδρόβιο πτηνό.