ιόδετος
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
Greek Monolingual
ἰόδετος, -ον (Α)
δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρόδετος, χρυσόδετος].