κάκανο

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

το
χάχανο, ηχηρό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου κα-κα-κα (πρβλ. χαχανίζω)].