κάλλιππος
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Pferden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλιππος: -ον, ἔχων ὡραίους ἵππους, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγρ. Πονημάτ. σ. 4· - καλὸς ἱππεύς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κάλλιππος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει ωραίους ίππους
2. ο ικανός ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ιππος (< ἵππος), πρβλ. μελάνιππος, φίλιππος].