κάνουλα

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

η
1. ξύλινος ή μεταλλικός σωλήνας με στρόφαλο από τον οποίο κανονίζεται, ρυθμίζεται, η εκροή υγρού
2. φρ. «βάνω κάνουλα» — ανοίγω καινούργιο βαρέλι με κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cannula, υποκορ. του τ. canna «σωλήνας»].