κάτωχρος
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
-η, -ο
ο εντελώς ωχρός, κατάχλομος, κατακίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠχρός.