φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
v. κόπτω.
κέκομμαι: Παθ. παρακ. του κόπτω.
κέκομμαι: pf. pass. к κόπτω.
κέκομμαι perf. med. van κόπτω.