κέκομμαι

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

French (Bailly abrégé)

v. κόπτω.

Greek Monotonic

κέκομμαι: Παθ. παρακ. του κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

κέκομμαι: pf. pass. к κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκομμαι perf. med. van κόπτω.