κέμφος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

κέμφος ή κέμπος, ὁ (Α)
(εσφ. γρφ. αντί κέπφος) μικρό θαλάσσιο πτηνό.

German (Pape)

ὁ, = κέπφος.