κίβδης

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

German (Pape)

[Seite 1436] ὁ, = κακοῦργος, ein Fälscher, Betrüger, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κίβδης: «κακοῦργος· κάπηλος. χειροτέχνης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίβδης (Α) κίβδος
(κατά τον Ησύχ.) «κακοῦργος, κάπηλος, χειροτέχνης».