κίρσωσις
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
-εως, ἡ, becoming varicose, Heliod.(?)ap.Orib.45.18.29.
Greek Monolingual
κίρσωσις, ἡ (Α) κιρσώ
ο σχηματισμός κιρσών.