καβουρντιστήρι

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

και καβουρδιστήρι, το
1. σκεύος με το οποίο καβουρντίζεται ο καφές, το κριθάρι κ.λπ.
2. συσκευή ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί καλά ή είναι παλαιού τύπου («αυτό το ρολόι είναι καβουρντιστήρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω
ο τ. καβουρδιστήρι οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)].