καθαρευουσιάνος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
ο καθαρεύουσα
1. οπαδός της καθαρεύουσας, καθαρολόγος, αυτός που γράφει και μιλάει την καθαρεύουσα και υποστηρίζει τη χρήση της
2. φανατικός διώκτης της δημοτικής γλώσσας και τών δημοτικιστών, γλωσσαμύντορας.