καθυπομιμνήσκομαι
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
καθυπομιμνήσκομαι (Μ)
(επιτατ. του υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-μιμνήσκομαι].