καινουργίζω
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Greek (Liddell-Scott)
καινουργίζω: καινουργῶ, Μεταγεν.
Greek Monolingual
καινουργίζω (Μ) καινουργός
καινουργώ, ανακαινίζω, καθιστώ κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του καινουργώ κατά τα ρ. σε -ίζω].