κακάρισμα

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

το κακαρίζω
1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της
2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία.