κακοτοπιά

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Greek Monolingual

η (Μ κακοτοπία)
έδαφος τραχύ και ανώμαλο, δύσβατος τόπος
νεοελλ.
μτφ. δύσκολη περίσταση, δυσχέρεια, κίνδυνος («φοβάται τις κακοτοπιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τόπος.