κακοφαίνεται

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε)
απρόσ.
1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («του κακοφάνηκε ο τρόπος σου»)
2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι
3. μέ θυμώνει, μέ εξοργίζει κάτι.