κακοφράδμων

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

German (Pape)

[Seite 1305] ον, = κακοφραδής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφράδμων: -ον, = κακοφραδής, Φαβωρῖν. πρβλ. κακοχρήσμων.

Greek Monolingual

κακοφράδμων και κακοφράσμων, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) κακοφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυφράδμων.