Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλέμι

From LSJ

Greek Monolingual

το
1. γραφίδα από ινδοκάλαμο με την οποία έγραφαν παλιότερα
2. μτφ. φρ. δυνατό καλέμι
δυνατός συγγραφέας, δυνατή πένα
3. εργαλείο εκκοπής, σμίλη, γλύφανο, που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ξυλουργοί κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος].