καλλιπαρθένιος
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
later for καλλιπάρθενος.
Greek Monolingual
καλλιπαρθένιος, -ον (Α)
καλλιπάρθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθέν-ιος (< παρθένος)].