καλοαναθρεμμένος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλοαναθρεμμένος και καλοανατεθραμμένος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλή αγωγή
νεοελλ.
ο ευγενικός στους τρόπους.